-
1 демпфер
тех. о αποσβεστήρας (των κραδασμών/ταλαντώσεων), ο απορροφητής των κραδασμών- вибраций - των δονήσεων, ο παλμοσβέστηςτο ντάμπερ (ξεν.)воздушный - ο αεροφράχτης, το διάφραγμα του αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > демпфер